-
1 ανταγωνιζόμενοι
ἀνταγωνίζομαιstruggle against: pres part mp masc nom /voc plἀνταγωνίζομαιstruggle against: pres part mp masc nom /voc pl -
2 ἀνταγωνιζόμενοι
ἀνταγωνίζομαιstruggle against: pres part mp masc nom /voc plἀνταγωνίζομαιstruggle against: pres part mp masc nom /voc pl -
3 ἀνταγωνίζομαι
I struggle against, prove a match for, τινί, esp. in war, Hdt.5.109, Th.6.72, X.Cyr.1.6.8, etc.;ἀ. ταῖς παρασκεναῖς τινός D.43.81
;πρὸς τοὺς βαρβάρους Inscr.Prien.17.15
, cf. Ep.Hebr.12.4.2 generally, struggle, vie with,τινί Th.3.38
;περί τινος And.4.2
; the parties in a lawsuit,X.
Cyr.8.2.27; [οἱ ἐλευθέριοι] οὐκ ἀ. περὶ τῶν χρημάτων Arist.Rh. 1366b8
.II as [voice] Pass., to be set against,τινί X.Oec.10.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνταγωνίζομαι
См. также в других словарях:
ἀνταγωνιζόμενοι — ἀνταγωνίζομαι struggle against pres part mp masc nom/voc pl ἀνταγωνίζομαι struggle against pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
подвизатисѧ — ПОДВИЗА|ТИСѦ (236), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Приходить в движение, сдвигаться с места; перемещаться; колебаться: днь(с) весь ѥр(с)лмъ подвизасѧ вшестьви˫а г(с)нѧ ради старци быстро шествоваху… ѡтроци ск(о)ро течаху. КТур XII сп. XIV2, 226 об.; все…… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πρασινοβένετοι — οἱ, Μ οι Πράσινοι και οι Βένετοι, οι δύο μεγάλοι και ανταγωνιζόμενοι δήμοι τής Κωνσταντινούπολης κατά τη βυζαντινή εποχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσινοι + βένετοι] … Dictionary of Greek
Μαμελούκοι — (από το αραβικό μαμλούκ = δούλος). Ονομασία στρατιωτικής κάστας αποτελούμενης από δούλους, σωματοφυλακής των σουλτάνων της Αιγύπτου αρχικά (9ος αι.), και της δυναστείας την οποία δημιούργησαν αποκτώντας αργότερα την εξουσία (12ος 19ος αι.). Η… … Dictionary of Greek